πηρώσῃ

πηρώσῃ
πηρώσηι , πήρωσις
maiming
fem dat sg (epic)
πηρόω
maim
aor subj mid 2nd sg
πηρόω
maim
aor subj act 3rd sg
πηρόω
maim
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • απήρωτος — ἀπήρωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πάθει πήρωση, βλάβη …   Dictionary of Greek

  • πήρωμα — τὸ, Α [πηρώ] 1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο 2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”